- αντεργατικός
- -ή, -όο αντίθετος στα εργατικά συμφέροντα, ο εχθρικός απέναντι στους εργάτες και στο εργατικό κίνημα («αντεργατική νομοθεσία», «αντεργατική πολιτική»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεργατικός — ή, ό εχθρικός προς τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εργατών: Οι εργάτες θεωρούν αντεργατικό το νόμο για τα σωματεία που θα φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)